εμφυσώ — εμφυσώ, εμφύσησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εμφυσώ — ( άω) (AM ἐμφυσῶ) 1. φυσώ πάνω ή μέσα σε κάποιον, επιπνέω («τοῡτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῑς λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.) 2. εμπνέω σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες αρχ. 1. φυσώ μέσα («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», Αριστοφ.) 2. φουσκώνω, διογκώνω… … Dictionary of Greek
βύω — (Α) κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» βουλωμένος με νήμα β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» αυτός που έχει βύσμα στ αφτιά και δεν ακούει). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το … Dictionary of Greek
διίσταμαι — (AM διίστημι, Α και διίσταμαι) [ίστημι] 1. στέκομαι χωριστά, διαχωρίζομαι, διαιρούμαι 2. διαφωνώ, φιλονικώ μσν. κάνω κάποιον να σταθεί στα πόδια του, να αναρρώσει αρχ. Ι. ενεργ. 1. τοποθετώ χωριστά, διαιρώ, διαχωρίζω 2. διακρίνω, διαστέλλω 3.… … Dictionary of Greek
διαφυσώ — διαφυσῶ ( άω) (AM) 1. φυσώ προς διάφορες κατευθύνσεις 2. φυσώ μέσα από κάτι 3. εμφυσώ αέρα, φουσκώνω … Dictionary of Greek
εμπνέω — (AM ἐμπνέω) 1. εμφυσώ, εμβάλλω σε κάποιον κάτι («μού εμπνέει αυτοπεποίθηση», «ἐνέπνευσε αὐδήν, μένος, θράσος, φόβον κ.λπ.») νεοελλ. 1. συντελώ να γεννηθεί στη σκέψη ή στη φαντασία επιστήμονα ή καλλιτέχνη μια ιδέα, επιστημονική ή καλλιτεχνική… … Dictionary of Greek
εμπνευματώ — ( όω) (Α ἐμπνευματῶ) 1. εμφυσώ, γεμίζω αέρα 2. προκαλώ εμφύσημα αρχ. 1. παθ. (για πλοίο) ωθούμαι από τον αέρα 2. παθ. γίνομαι ασθματικός 3. εμπνέομαι από τον θεό … Dictionary of Greek
εμποιώ — ( έω) (AM ἐμποιῶ) 1. προξενώ, παράγω, επιφέρω, ενσπείρω, εμφυσώ 2. (για ψυχικές καταστάσεις) εμβάλλω, κάνω να γεννηθεί, προκαλώ, δημιουργώ («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», Ξεν.) αρχ. 1. κατασκευάζω μέσα σε κάτι («ἐν τοῑς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῑν … Dictionary of Greek
εμπρήθω — ἐμπρήθω (Α) 1. (για άνεμο) φυσώ, εμφυσώ, εξογκώνω, κάνω κάτι να φουσκώσει («ἐν δ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.) 2. καίω, πυρπολώ («ἐπὶ πύργων βαῑνον Κουρῆτες και ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
εμφυσιώ — ἐμφυσιῶ ( όω) (Α) 1. εμφυσώ, δίνω πνοή 3. (για ανάγνωση ή απαγγελία) απαγγέλλω με στόμφο 3. εμπνέω αυτοπεποίθηση 4. εμφυτεύω, εμπνέω, μεταδίδω 5. μέσ. ἐμφυσιοῡμαι εμφυτεύομαι, ριζώνω … Dictionary of Greek